- νυμφόκλαυτος
- νυμφόκλαυτος, -ον (Α)φρ. «νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» — νύφη που θρηνεί με σκοπό να εκδικηθεί (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κλαίω (πρβλ. φιλό-κλαυτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυμφόκλαυτος — a bride bringing woe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek